αποκλίνων, -ουσα, -ον
Ερμηνεία:
Αυτός που παρεκκλίνει ή ξεφεύγει από την κανονική του πορεία, π.χ. αγγείο νεύρο.
Ο περιπλανώμενος.
Ο έκτοπος.
Ετυμολογία:
(ενεργ. μετχ. του ρ. αποκλίνω < από, from, ab (L.) + κλίνω, to make a bend)
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
παρεκκλίνων, -ουσα, -ον, έκτοπος, -ος, -ο, αλλόδρομος, -η, -ο, εκτραπής, -είσα, -έν
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φυσιολογία,:
|